παραβιβρώσκω

παραβιβρώσκω
Α
1. τρώγω και αποσπώ μέρος από κάτι δαγκώνοντας το («ἀλλ' ὁ κύων ὁδὶ ὥσπερ θύρας σοῡ τῶν λογίων παρεσθίει», Αριστοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) ψέγω, κατηγορώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βιβρώσκω «τρώγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”